- αθαλάμευτος
- ἀθαλάμευτος, -ον (Α) [θαλαμεύω]αυτός που δεν γνώρισε νυφικό θάλαμο, άγαμος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀθαλάμευτος — unwedded masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθαλαμεύτου — ἀθαλάμευτος unwedded masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)